- σταχυητόμον
- σταχυητόμοςcutting ears of cornmasc/fem acc sgσταχυητόμοςcutting ears of cornneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταχυοτόμος — και σταχυητόμος, ον, Α 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σταχυοτόμος θεριστική μηχανή 2. φρ. «σταχυητόμον ὅπλον» το δρεπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος, + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμη τόμος. Το συνδ. φων. η τού τ. σταχυητόμος οφείλεται σε… … Dictionary of Greek